- κληρονομάω
- κληρονομάω / κληρονομώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), κληρονόμησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κληρονομώ — κληρονομώ, κληρονόμησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κληρονομάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κληρονομώ — και κληρονομάω κληρονόμησα, κληρονομήθηκα, κληρονομημένος 1. παίρνω κληρονομιά: Κληρονόμησε την περιουσία του θείου του. 2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από τους γονείς ή τους προγόνους: Την ασθένεια αυτή την κληρονόμησε από τον πατέρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)